- συναγωνίζομαι
- ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α1. αγωνίζομαι μαζί με κάποιον ως σύμμαχος ή βοηθός («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς γίγαντας πόλεμον», Διόδ.)2. αμιλλώμαι με κάποιον για την επιδίωξη κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν για την κατάκτηση τού μεταλλίου» β. «τίς γὰρ οὐκ ἂν συναγωνίσαιτο ἔτι τῇ μεγαλοψυχίᾳ τοῡ ἀνδρός;», Πλούτ.)νεοελλ.1. είμαι εφάμιλλος με κάποιον, έχω την ίδια απόδοση με άλλον («αυτός παιδί μου συναγωνίζεται τους μαιτρ τού είδους»)2. βρίσκομαι σε ανταγωνισμό, ανταγωνίζομαιαρχ.1. βοηθώ («ὥσπερ δὲ Ἀθηναίους εἵλεσθε, τούτους ξυναγωνίζεσθε, καὶ μὴ προφέρετε τὴν τότε γενομένην ξυνωμοσίαν ὡς χρὴ ἀπ' αὐτῆς νῡν σώζεσθαι», Θουκ.)2. υποστηρίζω («οὐδεὶς ἐστὶν ὅστις ἐμοὶ τῶν λεγόντων συναγωνίζεται», Δημοσθ.)3. συνηγορώ4. μάχομαι από το ίδιο μέρος5. (για τον χορό τού δράματος) αγωνίζομαι με τους υποκριτές, παίρνω μέρος στη δράση.
Dictionary of Greek. 2013.